- εὐπηγής
- εὐπηγήςwellbuiltmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευπηγής — εὐπηγής, ές και δωρ. τ. εὐπαγής, ές (Α) 1. (για πρόσωπα) εύσωμος, ρωμαλέος, καλοθρεμμένος, ισχυρός 2. ιατρ. (για μήτρα) συμπαγής, στερεός 3. στερεός, καλά κατασκευασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πηγης (< πήγνυμι «πήζω, στερεώνω»), πρβλ. περι… … Dictionary of Greek
εὐπηγῆ — εὐπηγής wellbuilt neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐπηγής wellbuilt masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐπηγής wellbuilt masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπηγεῖς — εὐπηγής wellbuilt masc/fem acc pl εὐπηγής wellbuilt masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπηγέα — εὐπηγής wellbuilt neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐπηγής wellbuilt masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπηγέας — εὐπηγής wellbuilt masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπηγέες — εὐπηγής wellbuilt masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπήξ — εὐπήξ, ῆγος, και δωρ. τ. ευπάξ (Α) ο ευπηγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πηξ (< πήγνυμι), πρβλ. αντί πηξ, κατά πηξ] … Dictionary of Greek